-
1 разрядник
1. (искровой промежуток) το σπινθηριστικό διάκενο, το διάκενο των ακίδων του αναφλεκτήρα- защиты передатчика (рлк.) - προστασίας του πομπού, η διάταξη ηλεκτροδίων όπου μέσω του σπινθήρα εκφορτίζεται ο πομπός2. (молниезащита) το αλεξικέραυνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрядник